αναποιώ

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

ἀναποιῶ (-έω) (ΑΜ)
μσν.
επισκευάζω, διορθώνω, μεταποιώ
αρχ.
1. παρασκευάζω
2. ανακατεύω (πρβλ. αναπιάνω, 3).