ανασύσταση

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

η
νέα σύσταση, ανασυγκρότηση, επανίδρυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανασυσταίνω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].