Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανατολίτης

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527

Greek Monolingual

ο, θηλ. ανατολίτισσα
1. ο κάτοικος χώρας της Ανατολής ή αυτός που κατάγεται από εκεί
2. άτομο με ψυχολογία, νοοτροπία και συνήθειες της Ανατολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ανατολή. Η λ., στον πληθ., μαρτυρείται στον Δ. Βικέλα].