Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
ο, θηλ. ανατολίτισσα
1. ο κάτοικος χώρας της Ανατολής ή αυτός που κατάγεται από εκεί
2. άτομο με ψυχολογία, νοοτροπία και συνήθειες της Ανατολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ανατολή. Η λ., στον πληθ., μαρτυρείται στον Δ. Βικέλα].