ανατολίτης

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ανατολίτισσα
1. ο κάτοικος χώρας της Ανατολής ή αυτός που κατάγεται από εκεί
2. άτομο με ψυχολογία, νοοτροπία και συνήθειες της Ανατολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ανατολή. Η λ., στον πληθ., μαρτυρείται στον Δ. Βικέλα].