Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
ἀναφεύγω (Α)1. φεύγω προς τα άνω2. διαφεύγω, ξεφεύγω3. (για φήμη) εξαφανίζομαι βαθμιαία, παρέρχομαι.