αναφεύγω

From LSJ

Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag

Menander, Monostichoi, 251

Greek Monolingual

ἀναφεύγω (Α)
1. φεύγω προς τα άνω
2. διαφεύγω, ξεφεύγω
3. (για φήμη) εξαφανίζομαι βαθμιαία, παρέρχομαι.