ανείμων

From LSJ

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240

Greek Monolingual

ἀνείμων, -ον (Α)
γυμνός, χωρίς ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + είμα «ένδυμα»].