ανεμόστροφος

From LSJ

ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill

Source

Greek Monolingual

ἀνεμόστροφος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται, που περιδινείται από τον άνεμο.