ανεπεξέργαστος

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνεπεξέργαστος, -ον)
αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν, ατελής, ασυμπλήρωτος, αδούλευτος.