ανησυχία

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

η (Μ ἀνησυχία)
ταραχή, ψυχική αγωνία, φόβος
νεοελλ.
1. θόρυβος, αναραταχή
2. σωματική στενοχώρια εξαιτίας αρρώστιας
3. πληθ. έφεση για επιστημονικές ή μεταφυσικές αναζητήσεις.