ανθρακιώ

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

ἀνθρακιῶ, ανθρακιάω (Μ)
έχω προσβληθεί από άνθρακα.