ανθρωπιστής
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
Greek Monolingual
ο (θηλ. -ίστρια)
1. ουμανιστής, αυτός που ακολουθεί τις αρχές του ανθρωπισμού, που επιδιώκει και μοχθεί για την πρόοδο και το καλό του ανθρώπινου γένους
2. αυτός που μελετά την κλασική αρχαιότητα και διαδίδει τις αξίες της με σκοπό την κοινωνική μόρφωση και τον εξευγενισμό του σύγχρονου κόσμου
3. οπαδός του φιλοσοφικού συστήματος του ανθρωπισμού
4. ο φιλάνθρωπος, ο αλτρουιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 από τον Ν. De Plume στην εφημερίδα Άστυ ως απόδοση του γαλλ. humaniste].