ουμανιστής

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ουμανίστρια
ανθρωπιστής, υπέρμαχος του ουμανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. hymaniste (βλ. λ. ουμανισμός)].