ανθρωπομετρικός
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Greek Monolingual
-ή, -ό
ο σχετικός με την ανθρωπομετρία («ανθρωπομετρικά στοιχεία» — ανάστημα, ύψος κορμιού, διαστάσεις άκρων, βάρος εγκεφάλου κ.λπ).