ανθρωπομετρικός
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
-ή, -ό
ο σχετικός με την ανθρωπομετρία («ανθρωπομετρικά στοιχεία» — ανάστημα, ύψος κορμιού, διαστάσεις άκρων, βάρος εγκεφάλου κ.λπ).