Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανορθωτής

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

ο (Μ ἀνορθωτής)
αυτός που ανορθώνει κάτι ή κάποιον, ο αναμορφωτής
νεοελλ.
διάταξη που μετατρέπει το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές.