αντίχαρη

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀντίχαρις, -ιτος)
1. χάρη που γίνεται για ανταπόδοση άλλης
2. φρ. «η χάρη θέλει αντίχαρη».