αντίχαρη

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀντίχαρις, -ιτος)
1. χάρη που γίνεται για ανταπόδοση άλλης
2. φρ. «η χάρη θέλει αντίχαρη».