αντίχαρη

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466

Greek Monolingual

η (Α ἀντίχαρις, -ιτος)
1. χάρη που γίνεται για ανταπόδοση άλλης
2. φρ. «η χάρη θέλει αντίχαρη».