ανταπεργία

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

η
(ξεν. λόκαουτ), απεργία των εργοδοτών σε ένδειξη διαμαρτυρίας, συνήθως, για εργατικές διεκδικήσεις (κατά την οποία η εργοδοσία αρνείται να δεχθεί την προσφορά εργασίας από το προσωπικό και κλείνει προσωρινά την επιχείρηση).