ανταπεργία

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source

Greek Monolingual

η
(ξεν. λόκαουτ), απεργία των εργοδοτών σε ένδειξη διαμαρτυρίας, συνήθως, για εργατικές διεκδικήσεις (κατά την οποία η εργοδοσία αρνείται να δεχθεί την προσφορά εργασίας από το προσωπικό και κλείνει προσωρινά την επιχείρηση).