αντερωτώ

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

ἀντερωτῶ (-άω) (Α)
κάνω ερώτηση σε κάποιον που με ρώτησε (αντί να δώσω απάντηση).