αντιάνειρα
From LSJ
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
Greek Monolingual
ἀντιάνειρα, η (Α)
1. ίση, ισόπαλη με άντρα
2. αυτή που ξεσηκώνει τον έναν άντρα εναντίον του άλλου («στάσις ἀντιάνειρα»).