αντιάνειρα
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
Greek Monolingual
ἀντιάνειρα, η (Α)
1. ίση, ισόπαλη με άντρα
2. αυτή που ξεσηκώνει τον έναν άντρα εναντίον του άλλου («στάσις ἀντιάνειρα»).