αντιάνειρα

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90

Greek Monolingual

ἀντιάνειρα, η (Α)
1. ίση, ισόπαλη με άντρα
2. αυτή που ξεσηκώνει τον έναν άντρα εναντίον του άλλου («στάσις ἀντιάνειρα»).