αντιπαραβάλλω
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
(AM ἀντιπαραβάλλω)
βάζω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο για να τα συγκρίνω, παραλληλίζω
αρχ.
συνεισφέρω, δίνω κάτι αντί για κάτι άλλο.