αντιστάθμισμα

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source

Greek Monolingual

το
1. το αντίρροπο βάρος που χρησιμοποιείται για επίτευξη ισορροπίας
2. ό,τι δίνεται για να αναπληρώσει άλλη παροχή, δαπάνη ή ζημιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντισταθμίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφ. Κουμανούδη].