ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven
(Α ἀντιφάσκω)νεοελλ.λέω το αντίθετο από αυτό που είπα προηγουμένως, αναιρώ τους λόγους μουαρχ.1. αντιλέγω2. αποκρίνομαι.