αντιφάσκω

From LSJ

ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven

Source

Greek Monolingual

ἀντιφάσκω)
νεοελλ.
λέω το αντίθετο από αυτό που είπα προηγουμένως, αναιρώ τους λόγους μου
αρχ.
1. αντιλέγω
2. αποκρίνομαι.