αξιόμαχος

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιόμαχος, -ον)
ικανός για μάχη, επαρκής κατά τη δύναμη ή τον αριθμό ώστε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον αντίπαλο.