απαρτί

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

ἀπαρτί επίρρ. (Α) άρτι
1. τελείως, εντελώς
2. (για αριθμούς) ακριβώς
3. ακριβώς αντίθετα.