απαρτί

From LSJ

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source

Greek Monolingual

ἀπαρτί επίρρ. (Α) άρτι
1. τελείως, εντελώς
2. (για αριθμούς) ακριβώς
3. ακριβώς αντίθετα.