απεχθής

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source

Greek Monolingual

-ές (AM ἀπεχθής)
αυτός που εμπνέει μίσος ή αποστροφή, ο μισητός
αρχ.
εχθρικός, δυσάρεστος.