απηρής

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

Greek Monolingual

ἀπηρής, -ές κ. ἄπηρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει καμία σωματική ή πνευματική αναπηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πηρός «σακάτης»].