απλοϊκός

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

-ή, -όν (Α ἁπλοϊκός, -ή, -όν)
απλός στους τρόπους, φυσικός, ανεπιτήδευτος -
νεοελλ.
αφελής, υπερβολικά αγαθός.