αποθάρρυνση
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Greek Monolingual
η
1. στέρηση ή έλλειψη θάρρους, αποκαρδίωση
2. η αποτροπή από του να κάνει κάποιος κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Γεώργ. Παπασλιώτη].