αποκαρδίωση
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
Greek Monolingual
η
1. αποθάρρυνση
2. διάψευση των ελπίδων, απογοήτευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαρδιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Θεοχαρόπουλο].