αποκαταστατικός
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀποκαταστατικός, -ή, -όν)
1. ο σχετικός με την αποκατάσταση
2. αστρον. αυτός που επανεμφανίζεται περιοδικά στον ουρανό.