ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
(AM ἀπολιθῶ, -όω) λιθώνωμεταβάλλω, μεταμοφώνω σε λίθονεοελλ.κάνω κάποιον να μείνει άναυδος, ακίνητος, τον αποσβολώνω.