αποσβολώνω
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Greek Monolingual
(Μ ἀπασβολῶ, -όω)
κάνω κάποιον να σωπάσει από κατάπληξη ή ντροπή
μσν.
μαυρίζω κάτι με ασβόλη, καπνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απασβολώνω < απ(ο)- + ασβολώνω (< αρχ. ασβολώ) «προξενώ σε κάποιον αναστάτωση με αιφνιδιαστική είδηση ή ενέργεια, προσβάλλω, κακοποιώ». Ο τ. ανήκει στις σύνθετες με πρόθεση λέξεις στις οποίες αρχικά υπήρχε η πρόθεση αλλοιωμένη και αργότερα αποκαταστάθηκε με παρετυμολογία στον πλήρη τύπο της].