αποξύνω

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465

Greek Monolingual

(AM ἀποξύνω) οξύνω
1. κάνω κάτι οξύ στο άκρο
2. εξάπτω, διεγείρω
αρχ.
(για φωνή) την καθιστώ διαπεραστική.