αποσταίνω

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source

Greek Monolingual

(Μ ἀποσταίνω) αφίστημι
1. κουράζομαι, απαυδώ, αποκάμνω
2. κάνω κάποιον να κουραστεί
3. τοποθετώ.