Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αποκάμνω

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris

Greek Monolingual

(AM ἀποκάμνω)
καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι
μσν.- νεοελλ.
1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ
2. πεθαίνω
3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι
4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ
νεοελλ.
1. παύω να υπάρχω, τελειώνω (ιδίως για καρπούς στο τέλος της εποχής τους)
2. κάνω κάτι ως επακολούθημα, ως τέλος μιας ενέργειας («τί απόκανες με τα συμβόλαια;»)
μσν.
1. καταπονώ, εξαντλώ
2. σκοτώνω
αρχ.
1. σταματώ να κάνω κάτι γιατί κουράστηκα υπερβολικά
2. διστάζω να κάνω κάτι
3. αποφεύγω να κάνει κάτι.