απαυδώ

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπαυδῶ, -άω)
1. δεν μπορώ πια να μιλήσω
2. κουράζομαι, εξαντλούμαι
αρχ.
1. απαγορεύω
2. αρνούμαι
3. παρουσιάζω έλλειψη
4. εξαντλούμαι, λιποθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αυδώ < αυδή «ομιλία, λαλιά»].