απαυδώ

From LSJ

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπαυδῶ, -άω)
1. δεν μπορώ πια να μιλήσω
2. κουράζομαι, εξαντλούμαι
αρχ.
1. απαγορεύω
2. αρνούμαι
3. παρουσιάζω έλλειψη
4. εξαντλούμαι, λιποθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αυδώ < αυδή «ομιλία, λαλιά»].