απρίατος

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

ἀπρίατος (θηλ., ἀπριάτη) (Α) πρίασθαι
αυτός που δεν αγοράστηκε ή δεν εξαγοράστηκε.