ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
ἀπρίατος (θηλ., ἀπριάτη) (Α) πρίασθαιαυτός που δεν αγοράστηκε ή δεν εξαγοράστηκε.