απρόσκλητος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπρόσκλητος, -ον)
αυτός που δεν τον έχουν προσκαλέσει κάπου, ακάλεστος
αρχ.
ο χωρίς νόμιμη κλήση από τον δικαστή, ακλήτευτος.