απόσβεση

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀπόσβεσις) νεοελλ.
1. βαθμιαία εξόφληση χρέους
2. μείωση της αξίας ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου, όπως απεικονίζεται στις αντίστοιχες λογιστικές εγγραφές της επιχείρησης
αρχ.
σβήσιμο.