δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
(Μ ἀπώστης) απωθώνεοελλ.όργανο ή εξάρτημα που χρησιμεύει για απώθηση ή για απομάκρυνσημσν.αυτός που απομακρύνει, που διώχνει.