αραθυμιά

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀραθυμία)
1. νωθρότητα, τεμπελιά
2. λιποθυμία
3. κακή διάθεση
νεοελλ.
1. στενοχώρια, θλίψη
2. σφοδρή επιθυμία.