αρακάς

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

Greek Monolingual

ο άρακος βοτ.
1. το φυτό πίσον το ήμερον και ο καρπός του, μπιζέλι, αράκι
2. το φυτό λάθυρος ο ήμερος, λαθούρι, φάβα.