αργυρίζω

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source

Greek Monolingual

ἀργυρίζω (AM) άργυρος
μσν.
έχω το χρώμα του αργύρου, ασημένιος
αρχ.
(-ομαι) παίρνω χρήματα με εκβιασμό ή γενικά με ανέντιμο τρόπο.