αργυρότευκτος

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

ἀργυρότευκτος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος με άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω»].