αρετολογία

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

Greek Monolingual

η
1. διδασκαλία περί αρετής
2. ο κλάδος της Ηθικής που ασχολείται με την αρετή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρετή + -λογια < -λογος < λόγος.